- ανεγκεφαλία
- η1. ιατρ. εκγενετής έλλειψη εγκεφαλικών ημισφαιρίων και κρανιακού θόλου2. μτφ. βλακεία, μωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεγκέφαλος — η, ο (Α ἀνεγκέφαλος, ον) αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλο νεοελλ. μτφ. άμυαλος, βλάκας … Dictionary of Greek
ανεγκεφαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανεγκεφαλία … Dictionary of Greek